дутый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дутый - translation to πορτογαλικά


дутый      
(полый) oco ; (надутый) inflado ; {перен.} exagerado ; falso, fictício (вымышленный)
autoridade fictícia, prestígio exagerado      
дутый авторитет
cifras exageradas      
дутые цифры

Ορισμός

дутый
прил.
1) Изготовленный посредством дутья.
2) а) перен. разг. Намеренно преувеличенный.
б) Фальшивый (о финансовых документах).

Βικιπαίδεια

Дутый

Дутый (Дуты, Дутово) — бывшее село (ранее рабочий посёлок) в Хилокском районе Забайкальского края России, до 2005 года находившееся в составе сельского поселения «Хилогосонское».

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дутый
1. Бойников посчитал, что Фадеев "лишь дутый бренд советской литературы.
2. Дутый, резной, сделанный из сиренево-фиолетового стекла флакончик.
3. Потом мне в руку давали дутый из пластика самосвал.
4. Всем было ясно, что бюджет дутый, но все молчали.
5. А мода с голой грудью - это фальшь, дутый мыльный пузырь.